Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

"ΚΩΜΕΙΔΥΛΛΙΟΝ" : Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ

    Κυρίες και Κύριοι !

 Η καλλιτεχνική μας ομάδα "Μυθοπλόκοι", Σας Καλωσορίζουμε με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια στις νέες μας εγκαταστάσεις !
 Μετά την τεράστια εισπρακτική επιτυχία του πρώτου μας πονήματος με τίτλο "Κωμειδύλλιον", με σεβασμό προς το κοινό μας και με ταπεινότητα ενώπιον των διθυραμβικών κριτικών που λάβαμε από έγκριτους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, νιώθουμε την ειλικρινή ανάγκη να εκφράσουμε ένα εκ βάθους καρδίας "Ευχαριστώ" για την ενθουσιώδη στήριξη που μας παρέχετε από την πρώτη στιγμή που μας συναντήσατε ! Η αστείρευτη αγάπη Σας αποτελεί για μας πηγή ηράκλειας δύναμης αλλά και θείας έμπνευσης, ώστε να ανταποκρινόμαστε επιτυχώς στις πάντα υψηλές αισθητικές Σας απαιτήσεις !

  Λίγα λόγια για την ομάδα μας :
Η καλλιτεχνική ομάδα "Μυθοπλόκοι" γεννήθηκε αυθόρμητα από την αγάπη των μελών μας για την πρωτότυπη και ανόθευτη δημιουργία ! Πλέκουμε τους Μύθους μας με όποιο τρόπο γνωρίζει καλύτερα ο καθένας μας : Οι συγγραφείς με το λόγο, οι ζωγράφοι με τις εικόνες, οι crafters με κάθε είδους υλικό ! Μέλος της ομάδας μας μπορεί να γίνει όποιος επιθυμεί να μοιραστεί με μας την δική του ανάγκη για δημιουργία ! Χωρίς εισακτήριες εξετάσεις, χωρίς διατυπώσεις, χωρίς παράβολα Δημοσίου !

  Και μετά το ανωτέρω χιουμοριστικόν παραλήρημα μεγαλομανίας (Μη νομίζετε ότι θα γλιτώσετε ζωγράφοι, ντεκουπέρ και λοιπά ταλέντα ! Κανείς δεν θα λουφάρει !!! ), ας προχωρήσουμε στο φλέγον ζήτημα.
Παρατίθενται οι στίχοι από την αρχή και όπως έχουν μέχρι τούδε διαμορφωθεί μαζί με ΝΕΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ !   

 "ΚΩΜΕΙΔΥΛΛΙΟΝ" 

Σε χρόνους παλαιότερους, που ζούσανε οι δράκοι
ο νέος ερωτεύτηκε μια νέα από τζάκι.
Μελίτη την ελέγανε κι εκείνο Φαληρέα 
μα η μάνα της την έταζε σε κάποιο Βασιλέα.
Μακριά την κόρη θα ΄παιρνε ο Βασιλιάς εκείνος 
μα η μάνα δε νοιαζότανε, κι ας ήτανε κρετίνος !
Καθώς την χάρη εζύγιζε με αριθμούς μονάχα
τον Βασιλέα έβλεπε πως ήταν μέλι τάχα.  
Η μάνα, φευ, γλυκάθηκε απ΄την πολύ κερήθρα
δεν ήταν, λέει, φρόνιμο να τρώνε όλο μυζήθρα ! 
Η κοπελιά, όμως, ήθελε ελεύθερη να ζήσει
τα πλούτη και τους θυρεούς αρνούνταν ν' αποκτήσει.
Τον Φαληρέα σαν κοίταζε, ένιωθε πως μαζί του
γλυκιά ζωή θα πέρναγε κι ήθελε το παιδί του !
Όμορφος νιός ο Φαληρεύς και η Μελίτη φίνα
γι΄αυτό με μιας βαλθήκανε να διώξουνε τη γκίνια ! :))))
Η πεθερά σαν τό ΄μαθε, τράβαγε τα μαλλιά της
και την Μελίτη εμούτζωνε που ΄χασε τα μυαλά της !
"Να φύγεις απ' το σπίτι μου, ατιμασμένη κόρη
κι ο Φαληρέας να γενεί της τρικυμιάς παπόρι".
Η μαύρη ώρα άκουσε τη μητρική κατάρα 
και τα παιδιά χωρίστηκαν δίχως φιλί στην κάρα !
Δυο φθινοπώρια πέρασαν με κίτρινα τα φύλλα
κι η θάλασσα εξέβρασε τον Φαληρέα στην Κίνα.
Η δε κοπέλα αλάργεψε πολύ από τη μάνα, 
σκληρό αγώνα έδινε να βρει μια κουραμάνα !
Κι όσο η μέγαιρα έβραζε μονάχη στο ζουμί της 
αναρωτιόταν που και που, τί κάνει το παιδί της.
Αδίκως, όμως, έσιαχνε με στόμφο τα γυαλιά της
γιατί όλοι την κακίζανε που κάηκ΄ η φαμελιά της.
Τι κι αν συχνά εχάιδευε της κόρης την εικόνα ;
Πίσω ποτέ δεν έκανε να διώξει το χειμώνα.
Γιατί το χιόνι επλήθαινε μέσα εις την καρδιά της
αλλά εκείνη αρνιότανε ν' αλλάξει τα όνειρά της.
Βασιλοπούλ'  αυτ' ήθελε την κόρη της να κάνει
η κόρη, όμως, ήξερε την μοίρα της να φτιάνει.
Μαθαίνει πως ο Φαληρεύς στην Κίνα έχει δέσει
και ξεκινά και μια και δυο στη θάλασσα να πέσει.
Το κύμα την επαρέσυρε ίσαμε τη Σανγκάι
κι οι δυο τους εκεί σμίξανε και μείναν πλάι πλάι.
Κι όσο η μάνα έμενε μονάχη να κοιτάζει 
τα ροδανθή μαραίνουνταν στης κόρης το μαράζι.  
Μα τώρα πια ο Φαληρεύς την κοπελιά αρμενίζει
           κι εκείνη την αγάπη τους τα βράδια νανουρίζει.
  Τα χρόνια τί κι αν πέρασαν, οι δυο τους ως ζευγάρι
μαζί για πάντα μείνανε να γνέφουν στο φεγγάρι !
.//.
Η 2η Πράξη ανήκει στη Φιλία
Κι’ έτσι, τα χρόνια πέρασαν με μέλι και καρύδια
μια κόρη εσκαρώσανε κι’ ήταν η μάδερ ίδια !!!
Μια μέρα που η Μελίτη μας άπλωνε τραχανά
τη βλέπει τη μονάκριβη νάχει μια μούρη να !
-Τι έχεις Ροδοστάλακτη και μαύρισ’ η ψυχή σου;
-Μανούλα, εγκαστρώθηκα, δώσε μου την ευχή σου!
-Ποια ευχή, μωρή ξετσίπωτη, που νάναι μαύρη η ώρα…
Άνοιξε πέτρα να κρυφτώ!!!! Τι λεν’ στο Φάλο τώρα;
Θα μας σκοτώσει και τσι δυο, θυμήσου αυτή τη ρήση…
- Σιγά, μαμά, τα λάχανα!!! Αυτός;;;;; Δε θα τολμήσει!
Με δυο Κινέζες τάπινε στο μπαρ εψές το βράδυ
κι’ εσύ κοιμάσαι όρθια… Χα…(σαρκαστικό γελάκι)!!! Το απόλυτο σκοτάδι!!!!!!!!!!!!!!
.//.
 Ο Χορός ανήκει στην AFRA
 Τη μαννα της αν ακουγε η δισμοιρη Μελιτη
θα ητανε βασιλισσα στη χωρα του Αιήτη
και θαυρισκε το τροπο της ναρχεται στο Περαία
να πινει τα ουζακια της κοντα στο Φαληρέα!!
Ηθικο διδαγμα ..ακουτε τις μανναδες ..εχουν πειρα..!!!
 .//.
Η 3η Πράξη ανήκει στην Dorothy
Κλαίει και χτυπιέται η Μελιώ, πίνει και μια ρετσίνα,
και οι οδυρμοί ακούγονται ίσαμε τη Ραφήνα.
Στερεύουνε τα δάκρυα, το μάτι δε δακρύζει,
"Πάω να βρω τον άπιστο, ποιός ξέρει που γυρίζει;"
Ψάχνει σε εστιατόρια, ψάχνει και σε κλαμπάκια,
σε υπόγεια, σε ισόγεια, roofgardens και μπαράκια.
Τον βρίσκει σε καταγώγιο και γίνεται μπαρούτι!
με τις κινέζες αγκαλιά, να παίζουνε μπαρμπούτι.
Στον ώμο τον σκουντά, λοιπόν, εκείνος δε γυρίζει,
ρίχνει τα ζάρια και μετά... τσιμπάει λίγο ρύζι.
"Αν άκουγα τη μάνα μου θα ήμουνα regina,
κι όχι απλά μια κερατού, διαμένουσα στην Κίνα.
Σήκω πάνω βρε άχρηστε, και φύγε με βαπόρι,
γιατί έχω νέα να σου πω: μας γκάστρωσαν την κόρη!"
.//.
Η 4η Πράξη ανήκει και πάλι στη Φιλία !!!
«Τ’ είπες, μωρή;» Το ένστικτο ξύπνησε του πατέρα…
Σπρώχνει μακριά τις γκόμενες να πάρει λίγο αέρα.
Ποιος είν’ αυτός που τόλμησε να θίξει την τιμή μου,
να βάλει χέρι στο μικρό, το αθώο το παιδί μου;
Θα τονε σφάξω σαν αρνί, να τον σουβλίσω θέλει
που πήρε το μπουμπούκι μου και τόκανε κουρέλι.
Μα πρώτα απ’ όλα να της πεις την ίδια θα σκοτώσω
Το δίκαννοοοο….. το όνομα της φαμελιάς να σώσω!
Κάτσε να πιω δυο τρεις ρακές για νάρθω να στανιάρω
και θα στη φέρω την μικράν… χεράκι με το Χάρο.
Και μια και δυο και τρεις κι’ οχτώ, κινάει για το σπίτι
να σφάξει αυτή τη δύσμοιρη, ως κάνουνε στην Κρήτη!
Σκούζ’ η Μελιώ από πίσω του, τραβάει τα μαλλιά της
Πώς ήρθε τούτο το κακό; Ρήμαξε η φαμελιά της!!!
Το γυναικείο το μυαλό όμως δεν την αφήνει….
Λέει στο Φάλο με φωνή γλυκιά σα γρεναδίνη:
Μη νοιάζεσαι, Φαλούκο μου, θα τα τακτοποιήσω…
Θα πω πως πάω στη χώρα μου, τάχα μου να γεννήσω!
θα πάρω και την κόρη μου για να με βοηθήσει
να δει κι’ αυτή τη μάνα μου, να τη χαροποιήσει…
που να μη σώσει η οχιά, ν’ αφήσει το παιδί της
στην Κίνα να ξενιτευτεί, να βράζει στο ζουμί της!!!
.//.
Στην 5η Πράξη ξανακτυπά η  Dorothy
Βουτάει την κόρη απ'το μαλλί και δυο αλλαξιές η δόλια,
ρίχνει στο τάπερ δυο σπρινγκ ρολς, κεφτέδες και φασόλια.
"Έχετε γεια Κινέζοι μου, κτίρια μα και μπαξέδες"
θέλει να φάει μια μπουκιά, μα καίνε οι κεφτέδες.
Το πλοίο σκίζει τα νερά, οδεύει προς τη Δύση
"Ρε μάνα, λες να ζει η γιαγιά ή λες να τα 'χει φτύσει;"
Ξάφνου πιάνει νεροποντή και σπάνε τα κατάρτια
και η μάνα με την κόρη της βυθίζονται στα ψάρια.
Μέρες θαλασσοδέρνονται, με κρύο και με χιόνια
"Αχ μη με πνίγεις Ποσειδών, πριν δω η έρμη εγγόνια"
"Μια βάρκα, ένα σωσίβιο!" σκούζει και κλαίει η κόρη,
που όπως είπε η καφετζού μάλλον θα κάνει αγόρι.
Παλεύουν με τα κύματα, τα φύκια και μια δίνη
πάνω που απογοητεύονται ζυγώνει ένα δελφίνι
στην πλάτη τις φορτώνεται κι εθύς επιταχύνει...
.//.
 Στην 6η Πράξη ξανακτυπά η  Φιλία
Παλεύουν να συγκρατηθούν! Γλιστράει… το κέρατό του
Πιάνονται η μια απ’ το λαιμό, η άλλη απ’ το φτερό του
Τρέχει το αφιλότιμο, τι να του πεις…. ψαράκι!!!!
Για την γκαστριά της αλληνής δε δίνει δεκαράκι.
«Μάναααααα, πού πάμε; Για να δω…. αυτή είν’ η Βιλαρίμπα;»
«Φτου σου, αγεωγράφητη…. βούλωσ’ το και κολύμπα!»
Ταξίδευαν, ταξίδευαν στου δελφινιού τη ράχη
Δεν ξέραν πού πηγαίνανε ούτε τι θα τους λάχει.
Κάποια στιγμή βλέπουν ξηρά . Θεέ μου, η Ελλάδα!
Αλοίμονο! Ήταν ξενιτιά…. τίγκα στην αγελάδα!
Τ’ είν’ τούτο! Όσο πλησίαζαν είχανε μια ελπίδα
μα τους ξεβράζει ο ιχθύς στου Γκάντι την πατρίδα.
.//.
Συνεχίζει η AFRA με νέο χορικό !!!
(βλέπουμε τις πρωταγνωνίστριες να λούονται σε μια λιμνούλα στο κέντρο της σκηνής και ο χορός τραγουδά σε μουσική Χατζιδάκι και στίχους της AFRA το παρακάτω χορικό, για να χαλαρώσει το κοινό και να αντέξει τη περιπετειώδη συνέχεια. Σοφός ο ποιητής !)
Στην Ινδία, σαν εβγήκαν ζωντανές
για εξαγνισμό επήγαν να μην ειν ουτιδανές
εις το Γαγγη να λουστούν, στα νερά του ποταμού
για ν ' αντέξουν τα δεινά μισεμού και οδυρμου!!
.//.
Η Κλαυδία από τις Χρυσομέλισσες κάνει το ντεμπούτο της στην 7η Πράξη !
(οι πρωταγνωνίστριες έχουν βγει από τη λιμνούλα και συνεχίζουν το ταλαίπωρο ταξίδι τους. Ο κορυφαίος του χορού κάνει μια mini εισαγωγή και συνεχίζει στο παρασύνθημα ...)
Mισοπνιγμένες φτάσανε, με φόβο στην ψυχή τους,
τα κύματα τους πήρανε μέχρι και το βρακί τους…
κι εκεί που ξεβραστήκανε….ήτανε μοναστήρι
και τις μαζέψανε οι Ινδοί και είδανε…χαίρι…
Η μάνα εξιστόρησε του βίου τους τα πάθη ,
τους φόβους, τις συνέπειες για τα μεγάλα λάθη,
κι εκείνοι να συνδράμουνε θελήσανε αμ΄έπος
βρήκανε τον κατάλληλο!!! Ο καπετάν ο Ζέππος !!!
Ελληνα βρήκανε λοιπόν, εκεί εις τας Ινδίας
μπαρκάρανε ολοταχώς, δοθείσης ευκαιρίας,
Το πλοίο πορευότανε εν μέσω τρικυμίας
κι η κόρη εζαλιζότανε, είχε και τας ναυτίας…
μα η Μελιώ απ΄το κούνημα δεν έπαιρνε χαμπάρι
και με το Ζέππο βρέθηκε μαζί μέσα στ΄ αμπάρι,
τα λέγανε, τα λέγανε , ήτανε κι ομορφάντρας
και η Μελιώ εμέλλωσε και φώναξε: Τι άντρας!!!
Το πλοίο για ξεφόρτωμα έπιασε Κευλάνη
μάνα και κόρη βρέθηκαν για λίγο στο λιμάνι,
κι εκεί που περιδιάβαιναν , και εχαζολογούσαν
από το βάθος μια φωνή…πολύ γνωστή ακούσαν !!!

.//.
Ντεμπούτο κάνει και η Ρούλα - Σμαραγδένια στην 8η Πράξη 
Ήντα γυρεύετε επαέ,..μάνα και κόρη αντάμα;
εκείνες τον κοιτάξανε και πνίγηκαν στο κλάμα…
τι να σου πούμε τώρα πια, αλί και τρις αλί μας
που χάσαμε ότι είχαμε, το βιός και το βρακί μας.
Φονιάς για το χατίρι σας , να γίνω δεν με νοιάζει,
θα τρώω και στη φυλακή ,βρέχει χιονίζει λίαζει.
Όφου ήντα επάθαμε, μάνα και κόρη κλαίνε..
και όλα τα καθέκαστα κάθονται και του λένε...
Αν δεν πιστεύεις ρώτησε..την Άφρα ..την Φιλία..
την Ντόροθη..την Κλαυδια..να πουν την ιστορία..
Αιτία ειναι η Φωτεινή που είχε την ιδέα..
και γίναμε τα Σόδομα, πές τα βρε Φαληρέα!!!!!!
Γιά δεν μιλάς;..για δεν λαλάς; λές και δεν έχεις λόγο;
δεν είσαι άντρας να βαράς το χέρι σου ντε λόγο;
.//.
Στην 9η Πράξη προσκυνούμε τη  Φιλία
Μα ο Φαληρεύς είναι μακριά, δεν πάει το μυαλό του.
Όσο κι’ αν κλαίνε αυτές εδώ, εκείνος το δικό του!
Μπαράκια, ξενυχτάδικα, τσιγάρα και μπαρμπούτι…
Κι’ άμα του έρθει βολικό, πιάνει και κάνα μπούτι.
Ο Κρητικός τους πρόσφερε τον ώμο του να κλάψουν
κι’ ήταν και κούκλος! Ω Θεοί, φωτιές που θα τα’ ανάψουν!!!
«Μη νοιάζεστε, είμ’ εγώ εδώ ζια να σας βοηθήσω.
Θα πάμε σπίτι μου μαθές να σας ταχτοποιήσω»
Αϊ γεια σου παλικάρι μου, ο Θεός να σου το δώσει
να βρεις μια κοπελιά καλή, το σπίτι σου να στρώσει
να σου ετοιμάζει το φαϊ - και κοίταζε την κόρη –
και να σε κάνει και μπαμπά… σίγουρα θάναι αγόρι!
Προχώρησε ο ντελικανής να πάει για το σπίτι
Έχει λεφτά; Έχει δουλειά; σκεφτόταν η Μελίτη.
Κοίτα μαμά, ελέφαντες. Ένας πίσω απ’ τον άλλον
Και κουβαλούν ένα κουτί. Μην είναι για ρεγάλον;
Αχ, κόρη μου, Μαχαραγιάς! Θέλεις να στον γνωρίσω,
μήπως και σε λουστεί αυτός για να γυρίσω πίσω;
Ποιος ξέρει ο Φάλος τι ποιεί εκεί με τις Κινέζες!
Και νάτανε και γκόμενες…. όλες τους σαν πινέζες!
Τη βλέπει ο Μαχαραγιάς, το μάτι αλληθωρίζει….
Ευθύς ανοίγει ένα κουτί, ρουμπίνι της χαρίζει.

.//.
AFRA for ever στην 10η Πράξη 
..καλος ο Ζεπος ρε μαμα μα ειν θαλασσομαχος
στα πατρια αν ειμασταν θα ηταν σκετος βλαχος
θαρρω μου παει πιο πολυ Ινδος αξιωματουχος
το προβλημα μου ειν αυτο, ποιος ειναι..προσοντουχος!!
..κορακλα μ,δυσκολο να βρης τον πλεον ταλαντουχο
μηπως να κανουμε στροφη για ενα πτυχιουχο?
ειναι καιροι να σκεφτεσαι αν ειν.. πηδαλιουχος?
τα ματια κλεισε ,παρτονε κιας ειν συμβασιουχος!!
.//.
Στην 11η Πράξη προσκυνούμε τη  Ρούλα - Σμαραγδένια
Ρουμπίνι ειδε η κορασίς κι εγούρλωσε το ματι...
Μαχαραγιά μυρίστηκε, να βγαλει κι αυτή κατι..
μ ενα μωρό μες την κοιλια, και να μην ξερει μπίτι..
ποιος ειναι ο πατέρας του, κιαν ειναι απο σπίτι..
το μονο που θυμότανε, πως ήταν λίγο σκούρος..
γι αυτό την καλοβόλευε.ο ινδός πως ήταν ντούρος..
το ματι της τρεμόπαιξε,κι αυτός απ την ματιά της..
της έταξε τον ουρανό ,κι οτι ποθεί η καρδιά της......

(Παρακάτω στην ίδια Πράξη κάνω κι εγώ μια σφήνα, γιατί δεν κρατήθηκα !!!
Μα τώρα που το σκέφτομαι ξανά η δόλια μάνα
νομίζω θα 'ν παράτερο να ζεις σαν παραμάνα ! 
Πάρτο θυγάτερ, πάρε το και άχνα μην εβγάνεις
γιατί πολλά μας τα κανες, εμάς δεν θα τρελάνεις !
Ρουμπίνι σαν σου δίνουνε το στόμα το βουλώνεις
και το μωρό μες τα σπλαχνά στον κουβαρντά φορτώνεις !
Να μην ακούω κόρη μου για μέτρα κι επιδόσεις,
γιατί κι εγώ την πάτησα με τέτοιες διαδόσεις !
Τον Φάλο τον παντρεύτηκα και είδες τα χαΐρια !
Θέλεις κι εσύ τον άντρα σου να στέλνεις στα συχτήρια ;
Τί κι αν ο Φάλος ήτανε ταύρος απά στην κλίνη ;
Πινέζες τονε σέρνανε κι έχει ένας άθλιος γίνει !

(συνεχίζουμε με αιώνια  Φιλία)
Σιγά! Όχι, που θα τ’ άφηνε! Τ’ άτιμο, βγάζει μάτι! (Το ρουμπίνι)
Χοντρούλης ο Μαχαραγιάς με μια κοιλίτσα αφράτη
της στέλνει βλεφαρίσματα της σκάει φιλί εν τάχει ….
Και «τα προσόντα» αυτή, ευθύς κατάλαβε ποιος τάχει.
Κοιλιά, φαλάκρα, τ’ αγνοεί. Απ’ τα πλούτη έχει θολώσει.
Εδώ ο κόσμος χάνεται… σε τούτα θα κωλώσει;
Του κάνει χαριτωμενιές, του πιάνει μαγουλάκι…
Κοίτα που θα γενεί η Μελιώ « Queen mother στο τσουλάκι!»
Στο σπίτι ο Ντελικανής στρώνει τραπέζι μέγκλα,
Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει… του λείπει μια καρέκλα!
Βγαίνει να βρεί…. και τι να δει! Χάλασ’ η ανθρωπότης!!!!
Σε θρόνο η Ροδοστάλακτη κάθιζε τον ποπό της!
Τον πρόλαβε ο Μαχαραγιάς που μέρα μη δει άλλη…
του πήρε την πεντάμορφη κι’ έμειν’ ο Ινδός φιάλη!
.//.
Η Κλαυδία από τις Χρυσομέλισσες κάνει ξανά ντου στην 12η Πράξη !
To τσέπωσε η κορασίς και τού κλεισε το μάτι
κι αμέσως εκκινήσανε κι οι δυό για το παλάτι
η μάνα πια περιχαρής χαμόγελα σκορπίζει
και δίνει αβέρτα συμβουλές στην κόρη και δακρύζει…
κοίτα μωρή ανεπρόκοπη, δέσε το γαιδαρό σου
και σύζυγος Μαχαραγιά γίνε για το καλό σου!!!
Μεσ το παλάτι μπήκανε και κόπηκε η λαλιά τους
Τι πλούτη !!! Κρύσταλλα, χαλιά !!! Χάσαν τα λογικά τους!!!
Τέτοια καλά δεν είδανε ούτε στα όνειρά τους…
Δούλες τις περιλάβανε, τις λούσαν τις στολίσαν
και το χαμάμ απόλαυση….μεταξωτά τις ντύσαν…
Μετά καθήσανε χαμαί…σε γεύμα εξωτικόν
και φάγανε τον άμπακο…γαρίδες…αστακόν…
μετά πλακώσαν τα γλυκά, σερμπέτια, μπακλαβάδες
κι αφού τα φάγανε κι αυτά και γκώσανε οι κυράδες,
οι δούλες τις οδήγησαν, στο βάθος στο χαρέμι
όπου κανείς δε ήξερε το τι τις περιμένει….

(παρακάτω επανακάμπτει η  Dorothy)
Με υφάκι η Ροδοστάλακτη ρωτάει έναν υπηρέτη:
"Για πες μου υπάλληλε πτωχέ, που θα βρω ιντερνέτι;
Θέλω να κάμω δυο updates, στην Κίνα να τα δούνε
να σκίσουν τα κιμόνο τους, σάκε πικρό να πιούνε"
Γράφει εις το τουίτερ της στο φέισμπουκ και στο μπλογκ της
ο ζάμπλουτος Μαχαραγιάς θα γίνει σύζυγός της
"Να μάθουνε οι γείτονες που μ'έλεγαν τσουλάκι
πως ο δικός μου ο υιός θα 'ναι μαχαραγάκι"
Μα ξάφνου γίνεται χαλασμός, κάποια φωνάζει "αέρα!"
σηκώνει τα μάτια απ'το λαπτόπ και βλέπει...τη συμπεθέρα!

(Η Ρούλα - Σμαραγδένια παίρνει σκυτάλη)
Ούτε στον ύπνο σου μωρή, δεν είδες τέτοια πλούτη..
θαρείς πως τα καταφερες μες την ζωή ετούτη;;;
Κατσε να του σφυρίξω εγώ, πως εισαι γκαστρωμένη
να δείς θα σε πεταξουνε ,στον Γάγγη εκει καημένη
να δούμε τότε τι θα πείς, και τι θα μολογήσεις..
για το μωρό που κουβαλάς ,και που θα το γεννήσεις..
Χλώμιασε σαν τα άκουσε, ετούτα ναι τα λόγια..
τα δακρυα πλακώσανε, κι αρχισε μοιρολόγια..
Αχ...βάχ...και ξαναβάχ..η καψερή θα παω..
απ τ αδικο που μού λαχε, δεν θάχω ούτε να φάω..
Κλαίει η Ροδοσταλάκτη, μαυρο το δακρυ τρέχει..
μην ειν το αινλάινερ;;; κανεις δεν το κατέχει.....

(συνεχίζουμε με Φιλία)
Μα η μάνα της σηκώνεται και στήνει το κορμί της
«Για να σου πω, συμπεθεριό, πώς θίγεις την τιμή της;
Η κόρη μου είν’ ανέγγιχτη, πτωχή μα πλην τιμία.
Κι’ εσύ να βγάλεις το σκασμό, μη γίνει σου η κηδεία.
Και κοίτα, καρακατσουλιό, μην τύχει και πεις λέξη
απ’ όλα αυτά τα ψέματα. Το αίμα σου θα τρέξει…
απ’ το μαχαίρι μου θα πας.» Και τότε πλησιάζει
και της τραβάει ένα κροσέ που η δόλια ακόμα ουρλιάζει.
Κι’ ευθύς, πηγαίνει στη γωνιά, την κόρη της σηκώνει,
σκουπίζει το αϊλάϊνερ, την κατακεραυνώνει:
«Κοίτα, μωρή, μην τα δεχτείς, παρθένα είσαι. ΚΟΜΜΕΝΟ!
Θα βρω γιατρό για να πεισθεί ο γιος της, το βλαμμένο!

(παρακάτω σφηνάρω πάλι εγώ)
Μήπως πρέπει μανούλα μου να το ξανασκεφτούμε
και γρήγορα να τρέξουμε κάπου για να κρυφτούμε ;
Αυτά που λες με τους γιατρούς Φαλάτσι μου θυμίζουν
άσε που τα λεφτά τελειώνουνε και τούτα δω κοστίζουν !  

 Κλαυδία από τις Χρυσομέλισσες κάνει παρακάτω την ανατροπή)
Κι εκεί που η απελπισιά την είχε αρπαγμένη
μία γριά την σκούντηξε και είπε αλαφιασμένη,
κοπέλλα μου, την έβαψες...αυτή θα σε ξεκάνει
λύνει και δένει η μέγαιρα, και τόχει ξανακάνει
μάζεψε τα σκουτία σου και κοίτα να γλιτώσεις
γιατί αν μείνεις εδωνα σαν το κερί θα λυώσεις..
Εγώ είμαι Θεσσαλονικιά...και βρέθηκα εδω πέρα
για έναν Αγγλο μασκαρά, που μούχε τάξει βέρα...
κι όταν με παράτησε και πήρε των ματιών του
με κράτησε ο Μαχαραγιάς μόνο για τον εαυτόν του
μεσ το χαρέμι βρίσκομαι χρόνια φυλακισμένη
κι η μέγαιρα η μάνα του,με φτύνει και με δέρνει
Μάνα και κόρη τ΄άκουσαν με σηκωμένη τρίχα
και ότι είχαν μάζεψαν και τόσκασαν τη νύχτα
γκρίνιαζε η Ροδοστάλαχτη....μ΄έχουνε μουτζωμένη
και η Μελιώ συμπλήρωσε είσαι πολύ βλαμμένη..
κοίτα πάρε τα πόδια σου, να πάμε στο λιμάνι
κι όποιο καράβι μας βρεθεί να μπούμε μάνι-μάνι
δεν θ τ΄αντέξω άλλο πιά να σέρνομαι εδώ πέρα
να κινδυνεύω να χαθώ για σένα θυγατέρα!!!
Και τυχερές σταθήκανε μέσα στη γκαντεμιά τους
το πλοίο : MARYBEL καλέ, ευρέθηκε μπροστά τους!
.//.
(Η  Dorothy κάνει εισαγωγή στην  13η Πράξη)
Φορτώνονται στο Marybel και κόβουν εισιτήριο
δύο ευρώ τους έμειναν για coffee καραβίσιο.
Βρίσκουνε στο κατάστρωμα μία γωνιά με ίσκιο
γκρινιάζει η Ροδοστάλακτη "μου μύρισε παστίτσιο"
έπειτα αρχίζει να θρηνεί που έχασε κελεπούρι
που θα ξανάβρει άραγε πλούσιο μα και καψούρη?
Και τηνε τρώει κι άλλος καημός τη μέλλουσα μητέρα
στην Κίνα οι φαρμακόγλωσσες θα λένε νύχτα -μέρα
"Μόλις χθες έκανα απντέιτ στου φέισμπουκ το στάτους
ξεβράκωτη και αστεφής πως θα σταθώ μπροστά τους?"
Η Μελίτη παρηγόραγε τη δόλια θυγατέρα, 
που έμεινε αστεφάνωτη χάρη στη συμπεθέρα:
"Μην κλαις παιδί μου όμορφο, ρόδο μου μυρωμένο
και θα σου βρω άλλο γαμπρό με φράγκα φορτωμένο"
Μα πριν καταστρώσουν σχέδιο για τη γαμπροπαγίδα
το πλοίο αρχίζει να κουνά και πιάνει καταιγίδα...

(Συνεχίζει σε μεγάλες φόρμες η Ρούλα - Σμαραγδένια)
Τι γκαντεμιά..μωρε ειν αυτή, φουρτούνα στη φουρτούνα..
το πλοίο χοροπήδαγε, σαν νατανε μια σκούνα..
Φοβαμαι μάνα η μοίρα μας αλήθεια που μας παει;;
σώπασε Ροδοστάλκτη και πιανουμε Ντουμπάι...
Η κόρη ανεθάρεψε και εβαψε το νύχι..
εδώ που ήρθανε μπορεί ,να βρει κανά σεΐχη..
Συνάμενες κουνάμενες βγαίνουν στην παραλια..
εκει που είχε κότερα και πλούσια πελατεία..
Τωρα μάνα τι κανουμε;; γαμπρό πως θε να βρούμε;;
ησύχασε κορούλα μου και κάτι θα σκεφτούμε..
Το βρήκα Ροδοσταλκτη!!!!στο λεω στο υπογραφω
τζάμπα θαρεις πως έβλεπα..παλιό κινηματογραφο;;
Κοντα σε μια θαλαμιγό θα πέσεις θα βουλιαξεις..
και με τα χέρια σου ψηλα, βοήθεις θα φοναξεις...
Το κολπο ειναι σίγουρο το κανε η Βουγιουκλάκη
την εσωσε στα σίγουρα ενα χοντρό λαυράκι..
Βρε μάνα λιγο δύσκολο το βλεπω το κολπακι
Τι να σου πω πεντάμορφη σκέψου και συ λιγάκι....

(Η AFRA ξέρει τί λέει)
Μάννα και κόρη σκέπτονταν, τη νέα τους πλεκτάνη
κι ετοίμαζαν παράλληλα κι ενα ματζίκ βοτάνι
όποιοι το ήπιαν πέσανε ξεροί μπρος στο ...φουστάνι
όσο ψηλά κι αν στέκονταν, ακόμα και σουλτάνοι!

(Θριαμβευτικό ντεμπουτο της
  Elen)
Και πήρε την απόφαση αμέσως να πηδήξει
Και μέσα στα βαθιά νερά γρήγορα να βουτήξει
Τίποτα δεν εσκέφτηκε ...λες κι ήτανε σε κώμα
Αμέσως τ’ αποφάσισε, με την κοιλιά στο στόμα
Το σκάφος επλησίασε με απλωτές μεγάλες
Και από πάνω ρίξανε από τριχιά τις σκάλες.
Και μόλις εσκαρφάλωσε στης κουπαστής την άκρη
Πηδάει στο κατάστρωμα και μένει αμανάτι
Σεϊχη επερίμενε με λάμψη και με πλούτη
Αμάν βρε Παναγίτσα μου...ποιοι είναι όλοι ετούτοι
Κινδύνεψα για να πνιγώ, να φαγωθώ απ’ τους λούτσους
Σεϊχη έψαχνα να βρω και όχι τους μαύρους μούτσους
Και όπως της εξήγησαν, κακιά της πάλι τύχη
Το σκάφος αλιευτικόν....δεν ήτο του Σεϊχη.

(Χωρίς συστάσεις : Κλαυδία από τις Χρυσομέλισσες)
Tή μύτη της εχτύπησε μιά μπόχα, μια ψαρίλα
στην πρύμνη στάθηκε να δεί, βρώμαγε ποδαρίλα
Μάναααααα....έβγαλε μια κραυγή βοήθησέ με τώρα
μ΄ αυτούς τους μαύρους δε μπορώ να μείνω ούτε ώρα
ούτε στιγμή, ούτε λεπτό, χάνομαι...θα πεθάνω....
και πράγματι, λιγοθυμά... εις τα σχοινιά επάνω..
Βγάζει καυγές η μάνα της απο την προκυμαία
ουρλιάζει, βρίζει και κουνά μία μικρή σημαία
Βοήθεια...βοήθεια... μου κλέψαν το παιδί μου !!!
Απαγωγείς, τρισάθλιοι πήραν τη λυγερή μου....
Εγινε αναστάτωση και ντόρος στο λιμάνι
έσπευσαν άνθρωποι πολλοί, ντόπιοι κι Αμερικάνοι
και η Μελιώ αναθάρρησε, έχουμε μιά ευκαιρία
σκέφτηκε και αναφώνησε "Κόψτε τους την πορεία"

(Σφηνάρω εγώ και το αφιερώνω σε Villioti)
Τη Ρόδω οι μούτσοι κοίταξαν με δέλεαρ μεγάλο,
κι εκείνη ξάφνου σκέφτηκε να δώσει ένα ρεγάλο !
Το μπούστο της κορδώνοντας κοιτούσε πάνω κάτω
τους μαύρους τους εζύγιζε από κορφή ως πάτο !
Καλή ιδέα θα ΄τανε brownies να δοκιμάσω,
αφού φόβο δεν έχω πια άλλο παιδί να πιάσω !
Κοιτούσε και τα δάχτυλα τα μαύρα τα πελώρια
και ξάφνου της εκάπνισε πως ήταν πρώτα αγόρια !
Παίδες, πώς το βγάζετε εσείς το μερτικό σας ;
Πώς γίνεται η καλή ψαριά και ποιό τ΄αφεντικό σας ;
Οι μαύροι την εκοίταξαν με γέλιο απά στα χείλη
γιατί όλοι την κατάλαβαν, ζητούσε πετραχήλι !
Θα σε ξομολογήσουμε, αφού ανάγκη το ΄χεις,
κι ευθύς θα σου χαρίσουμε ιχθύες της απόχης !
Διάλεξε από όλους μας, ποιόν θες να παντρευτείς,
αλλιώς χρόνο μη χάνουμε, χαρές μη λαχταρείς !

(Άλλη μια θριαμβευτική είσοδος : Το Σεντούκι με τις ζαβολιές)
"Αααα! Όλα κι όλα! Είπαμε, αλλά όχι και ψαρά!"
Σκούζει η Ροδοστάλακτη κι ευθύς ξαναβουτά!
Ώρα πολλή δεν πέρασε και να σου! Άλλο καράβι!
Σταυροκοπιέται, ένα ρεσώ στη θάλασσα ανάβει
"Αχ κάνε Παναγίτσα μου Σεΐχη να σταυρώσω
μην είν' το σπλάχνο μου ορφανό, κι εγώ θ' ανταποδόσω
θα γίνω σύζυγος πιστή, νοικοκυρά η πρώτη
κι ούτε με ναύτη θα γυρνώ ούτε με στρατιώτη"
Ζυγώνει το πλεούμενο και βλέπει τη σημαία
μαύρη με κάτι κόκαλα... δεν φαίνεται ωραία...
"Μάνα, τι σκάφος είν' αυτό που μου'ρχεται, το βλέπεις;"
"Θεέ μου, μην είν' πειρατικό; Μην είν' ο Τζόνυ Ντέπης;;;"
"Ουάουυυυυ" αναφώνησε η φαντασμένη κόρη
"Μπορεί Σεΐχης να μην είν', μα είν' ωραίο αγόρι!"
Της ρίχνουνε κάτι σκοινιά, την παίρνουνε επάνω
γυρίζει η κόρη, τι να δεί! Ω ΝΑΙ! ΕΙΝ' Ο ΤΖΑΚ ΣΠΑΡΟΟΥ!

(Χωρίς συστάσεις : Φιλία)
«ΜΑΜΑ!!!!» « Παιδί μου!» 
«Ποιος είν’ αυτός; Τον ξέρουμε τον κύριο;»
«Όχι, μα την αλήθεια μου… αυτό είν’ ένα μυστήριο»
«Καλέ, ο Τζόνυ είναι, για δες… Θεέ μου, τι αντράρα!!!!
Του’ χουνε κάνει μακιγιάζ, γι’ αυτό είναι σαν κατάρα.
Αυτόνε θέλω… Αυτόν… Αυτόν… Τον θέλω σαν τρελή!»
«Βρε βούρλο, ξέρεις τι θα πει Αντζελίνα Τζολή;
Κουκλάρα… Θεογκόμενα…. Τι είσαι εσύ μπροστά της;»
«Γιατί, καλέ; Κούκλα είμ’ εγώ…» «Σιγά την Καρυάτις!!!
Άσε τον Τζόνυ και ξανά βούτα μες’ το νερό
Μπας και ψαρέψουμε μαθές κάνα μαυριδερό….
Δεν είμαστε γι’ ανώτερα. Πάρτο χαμπάρι. Τέρμα!
Άντε γιατί όπου νάν’ θα βγει του άχρηστου το σπέρμα.»
Κι’ εκεί που τάλεγαν αυτά, θαλαμηγός πλησιάζει…
με δούλους, λούσα, θυρεούς … και δίπλα τους αράζει.

(Κάνω μια γεφυρούλα)
Πιο κει, όμως, αλοίμονο, άλλο τεκνό εντοπίζει
Και νιώθει η Ρόδω μέσα της το αίμα ευθύς να πήζει !

(Επίσης χωρίς συστάσεις : Dorothy)
"Μανούλα μου βλέπω καλά, γιατί είναι και σκοτάδι
ποιό είναι τούτο το τεκνό που ρίχνει παραγάδι?"
"Κόρη μου βλέπω καθαρά, είναι κι αυτός αστέρας
ο ένας ο μοναδικός Αντόνιο Μπαντέρας!"
Σάλτο δίνει η θυγατήρ στο διπλανό κατάρτι
του διάσημου Αντόνιο του άστραψε το μάτι
"Αντόνιο ομορφάντρα μου, λατίνε μερακλή μου
για έναν άντρα σαν εσέ δίνω και το βρακί μου"
Εκείνος αποκρίνεται "κι εσένα σε γουστάρω
με δήμαρχο ή με παπά, γυναίκα θα σε πάρω.
Μα υπάρχει ένα πρόβλημα στην εξέλιξη της σχέσης
στο λέω κομψά όσο μπορώ και please μη με ξεχέ...
Πήρε το μάτι μου θαρρώ στη διπλανή γαλέρα
τη Μέλιω τη μανούλα σου aka τη συμπεθέρα
ο Αντόνιο με πεθερές μπλεξίματα δε θέλει
ασ' τη μες στο πειρατικό κι εμείς θα ζούμε... μέλι!"
(Η Μελίτη κοιτάζει μία τον Αντόνιο, μία τη μανούλα και μετά υψώνει τα χέρια στον ουρανό)
"Τύχη μου απαράδεκτη, τύχη μου κορδελιάστρα
κάλλιο σε πρωινάδικο να μ'είχες κάμει γλάστρα
Αχ τύχη μου κατάμαυρη, τύχη μου ψαροπούλα
τέτοιο τεκνό μ'αγάπησε και δεν πάει τη μανούλα
Τύχη μου τρισκατάρατη, τύχη μου σακαφιόρα
θα πέσω απ'την κουπαστή, κάτσε να πάρω φόρα"

(άλλη μια γεφυρούλα)
Μηηηη, κόρη θυγατέρα μου
Μη βλάψεις τη ζωή σου
Αξίζει για ένα γκόμενο να χάσεις την ψυχή σου ;
Κοίτα πιο πέρα, θώριασε
Να τι σε περιμένει !
Πλούτη, μετάξια, Louis Vuitton
και κλίνη ανθοστρωμμένη.

(Η φωνή της συνείδησης : AFRA)
Antoniooooo!!!ακουγεται φωνη κατω απ τη σουιτα
βρε,Tonio,ξεχασες τη Μελανι, τετοια φαρμακομύτα?
πάει,χάλασ΄ ο έρωτας κει διπλα στη προβλητα
αντε Ροδουλα μ στη μαμα σ,πιες και μια λεμονιτα!!!

(γεφυρούλα)
Η κόρη πια επείστηκε ελπίδες πως δεν είχε
Τον Τόνιο κι αν ήθελε, Μέλανι τον κατείχε
Η Ρόδω ξάφνου γύρισε προς τη θαλαμηγό
κι αμέσως εξεχώρισε στεγνά τον αρχηγό.

 Elen έχει πάρει φόρα !)
Η κόρη επαράτησε των μαύρων τη μαυρίλα
Τις άσχημες τις μυρωδιές, ψαρίλα, ποδαρίλα.

(εσωτερικό γεφυράκι με τα παραπάνω)
Τον Τόνιο δεν σκέφτηκε, τον Johny να τον βράσει
κι ευθύς για βίο καλύτερο πορεία αυτή χαράσσει
.(Συνεχίζουμε με τη θεά Elen)
Στη διπλανή θαλαμηγό το βλέμμα της κιαλάρει
Στον καπετάνιο γνέφει του να έλθει να την πάρει
Αυτοί αμέσως ρίξανε μια φουσκωτή βαρκούλα
Κι έναν ναύτη να κρατεί για εμετό σακούλα.
Στο κότερο ανέβηκε πραγματικού Σεϊχη
Στο τέλος χαμογέλασε και η δική της τύχη.
Αμέσως τη ρωτήσανε γιατί 'ναι φουσκωμένη
"Τόσες βδομάδες στο νερό....είμαι παπαρωμένη"
Της δώσανε και άλλαξε τις φόρεσαν σαλβάρια
'Εναν ωραίο φερετζέ, πασούμια στα ποδάρια
Μετά την παρουσίασαν στο γέρο το Σεϊχη
πούχε συζύγους εκατό κι είχε και μαύρο νύχι
Να ξύνει τη μυτόγκα του σαν έπιανε φαγούρα
Και τότε τον επρόσεξε, πως είχε και καμπούρα
Αυτή όμως ακάθεκτη, τους πόδες του φιλάει
Και τα πετροδολλάρια σκέφτεται πως θα φάει.

(Κλαυδία από τις Χρυσομέλισσες)
Το κότερον πολυτελές, σαλόνια και μοκέττες
χρυσά σερβίτσια φαγητού, χρυσές κι οι τουαλέττες
το μάτι τους εγυάλισε μάνας και θυγατέρας
και το σείχη πλεύρισαν άνευ σκέψεως ετέρας
κοντά του εκαθήσανε να τον κομπλιμεντάρουν
με τη γλώσσα του σώματος ευθύς να τον τουμπάρουν

(Χαιρετίζουμε μία νέα είσοδο ! Κυρίες και Κύριοι : Annetta)
 Ο γερο/πετροδόλλαρος, ο πάμπλουτος σείχης
με μιας τηνε κυαλάρισε, δεν ήτανε από τύχης
γιατί η Ροδοστάλακτη... παρ΄όλο γκαστρωμένη
ήτανε και πανέμορφη σαν φεγγαρολουσμένη!!
Κι έτσι όπως την κοίταζε, άρχισε να νομίζει
πως το χαμένο του "όνειρο" θα 'ρχίσει να σφυρίζει!!!!
Είχε χαρέμι ολάκερο και πλούτη όσα μπορούσε
μα μπρός στη Ροδοστάλακτη, τίποτα δε μετρούσε.

Τι να του κάνω του παππού να τονε μαγνητίσω
πετροδολάρια είν’ αυτά, κρίμα είναι να τ’ αφήσω!
Γυρίζει πλάτη – η κοιλιά δεν «παίζει» τώρα πια –
Σειέται, λυγιέται… τον κουνά, παίρνει ο παππούς φωτιά.
«Αλλλλάχ, τι θηλυκό ειν’ αυτό», λέει και βλεφαρίζει
«Σε μένα έλα, κούκλα μου, να τρως μέλι και ρύζι»
Σηκώνεται, τανίζεται, ρεύεται , αναστενάζει….
«Μάνα, πώς είναι έτσι αυτός; Στούμπος! Μ’ αναγουλιάζει»
«Σκασμός! Δες τις προθέσεις του κι’ ύστερα τονε κρίνεις
Άμα σε λούσει στα χρυσά τον παίρνεις ή τον αφήνεις;»
«Δούλε» φωνάζει το πουρό «Φέρε τη μπιζουτιέρα».
Και… μεταλλάσσεται ο παππούς σε κούκλο πέρα ως πέρα!!!!
«Μανούλα, τον αγάπησα! Μαζί του θα ευτυχίσω».
«Σου τόπα εγώ… περίμενε! Που αμέσως κάνεις πίσω.
Με τούτον δω για σύζυγο θα’ χεις ζωή αλφάδι
εξώφυλλο στο Life & Style, πνιγμένη στο πετράδι»
Και σαν έρθει η ώρα η καλή που θα τονε φυτέψεις,
θα’χεις Μπαντέρες, Τζόνυ Ντεπ, μάτσα για να διαλέξεις». 

Φρόντισε αμέσως η Μελιώ και κέρασε τσαγάκι
κρυφά είχε ρίξει στο ποτό κι απ΄τ΄άλλο βοτανάκι.
Τα γέλια τονε πιάσανε, χτύπαγε παλαμάκια
τα ίδια κάνανε ακριβώς πλήρωμα, χανουμάκια,
ώσπου εταλαντεύτηκε , έτοιμος να μπατάρει
μην περιμένεις και πολλά απο εννενηντάρη...
τρέξανε όλοι σαν τρελλοί, αυτός είχε ιδρώσει...
και μέσα σε πέντε λεπτά, τα είχε κακαρώσει!!!
Μέσα στο αναμπούμπουλο κι όλο το σαματά,
πρόλαβε η Ρόδω σούφρωσε porteffeuille όλο λεφτά
νόημα κάνει στη Μελιώ , την κάνουμε μητέρα;;;
και γρήγορα στα μουλωχτά φύγανε απο κει πέρα...
Για πότε ξεμπαρκάρανε και γίνανε μπουχός
ούτε που καταλάβανε που βρέθηκαν και πώς..!!!
Ρε μάνα τονε φάγαμε, δεν πρόσεξες τη δόση !
Σκάσε βρε όρνιο, ο Αλλάχ ζωή του έδωσε τόση...
δες τώρα που βρεθήκαμε, πετρέλαιο βρωμάει
και ακούγεται ένα νταπ ντουπ που μας ταρακουνάει
Άμμος πολλή τριγύρω τους και μιά σκηνή στην άκρη
προχώρησαν και μπήκανε με έτοιμο το δάκρυ...
Εναν χοντρό αντίκρυσαν πάνω στα μαξιλάρια
Σείχης!!! είπε η Μελιώ, και με πετροδολλάρια !!!
Σπρώχνει μπροστά την κόρη της και την παρουσιάζει
Ω πολυχρονεμένε μου !!! Ετούτη σου ταιριάζει !!!

Μα ο σείχης πονηρός ας ητα και χοντρούλης
και με γυναίκες εκατό δεν ήτανε όμως λούλης...
Την ξάνοιγε καλά καλά την ροδομαγουλατη
στάσου απο δώ ,στάσου απο κεί, του λέει μανα νάτη!!
Σαν παχουλή μου φαίνεται η κόρη σου κυρά μου,
εγώ τις θέλω πιο λεπτές, όπως στα όνειρα μου..
Αν ήθελα χοντρούλα εγώ..έχω γυναίκες τόσες
αφράτες σαν άσπρα ψωμιά, και στρουμπουλές καμπόσες.
Θα την αγόραζα μαθές, αν είχε δυο καμήλες,
γιατί με τα πετρέλαια, έπαθα τώρα νίλες..
Δεν την ακούτε που ΄ρχεται η κρίση κι εδώ πέρα;
όλη η περιουσία μου, κρέμεται στον αέρα...
Έχεις γυναίκες εκατό..πάρε και άλλη μία
τι σου στοιχίζει άνθρωπε;; μην χανεις ευκαιρία..
Αν τις καμήλες βρίσκατε, την έπαιρνα αμέσως.
σιγά σεΐχη, πως τα λές ; λες κι έχεις μείνει ρέστος…
Πάμε σου λέω κόρη μου και άλλη θα έχεις τύχη.
κι όχι αυτόν τον χοντρό, τον σπάγκο τον σεΐχη..
Ό,τι είχαν και δεν είχανε...τα βάζουν σε μια κούτα
μπαίνουν στο Όριαν εξπρες..που πάει στην Καλκούτα...

(Elen )
Στο τραίνο φορτωθήκανε με τις αποσκευές 
Σαν τα τσαμπιά κρεμόντουσαν Ινδοί απ' τις λαβές.
Καθίσματα, πατώματα, διάδρομοι, παράθυρα
Ήτανε τίγκα στους Ινδούς σαν κρεμασμένα λάφυρα.
Στριμώχτηκαν σε μια γωνιά ανάμεσα στο σμάρι
Μία Ινδή τους πρόσφερε να κάτσουν ένα σάρι.
Δεν έφταναν οι μυρωδιές η μπύχλα και οι μύγες
Πλακώσανε και τα φαγιά με γεύσεις ουκ ολίγες.
Πιτούλες με λαχανικά, σουσάμια και μπαχάρια
Κίτρινα ρύζια με σαφράν με βρώμα από ποδάρια.
Μάνα και κόρη γούρλωσαν τα μάτια από αηδία
Όμως πεινούσαν τρομερά, τους λέει μια κυρία....
Πού ΄χε στο κούτελο ελιά...σαν κόκκινη τελεία
Από τα ρούχα σας ,θαρρώ, πως είστε απ' άλλα μέρη
Μήπως πεινάσατε καλέ ???...θέλετε χοιρομέρι ???
Χοίρους κι αρνάκια τρώμε εμείς και όχι αγελάδα
Αυτό το κρέας τρώγεται μονάχα στην Ελλάδα
Εμείς τις αγελάδες μας τις λέμε ιερές
Γυρνάν παντού ελεύθερες στου τραίνου τις γραμμές
Μάνα και κόρη πάγωσαν στο άκουσμα της χώρας
Μπουκώθηκαν το χοιρινό, το βούλωσαν προς ώρας.
Μα ξαφνικά κοκκίνισαν κι ανάψαν και κορώσαν
Τίγκα εις τα μπαχαρικά το κρέας που τους δώσαν.
Κάποια στιγμή σταμάτησε το τραίνο να πηγαίνει
Σίγουρα μέσα σε σταθμό σκεφτήκανε πως μπαίνει
Κάποιοι Ινδοί ανέβηκαν και άλλοι ξεπεζεύαν
Μάνα και κόρη απ' το κουπέ το πλήθος εχαζεύαν.
Μαντήλες, ρούχα κεντητά, χρωματιστά τουρμπάνια
Φάτσες καφεμελάχροινες, κοίταγαν σα χαρμάνια.
Μα ξάφνου είδαν μια σκηνή μπροστά τους να συμβαίνει
Σαν παραμύθι απ' τα παλιά τα σινεμά να βγαίνει
Έναν χοντρό ελέφαντα γεμάτο μπιχλιμπίδια
χαλιά, γιρλάντες, χαϊμαλιά, του κόσμου τα στολίδια
Να έχει στην καμπούρα του μία μικρή παράγκα
Μα δε μπορεί....ο κάτοχος θα 'ναι γεμάτος φράγκα
Εσκέφτηκε η πονηρή, διαολεμένη μάνα
Κι ευθύς αρχίζει να ρωτά την διπλανή Βραχμάνα.
Εκείνη της εξήγησε στη νοηματική
Πως ήταν του μαχαραγιά κάτι σαν Ι.Χ.
Επάνω στον ελέφαντα υπήρχε μία τέντα
Που σίγουρα θα ήτανε κάποιου Ινδού πατέντα.
Κρόσσια, γιρλάντες και λιλιά τριγύρω τη στολίζαν
Σε θρόνο αφράτο, βολικό, τον κώλο τους καθίζαν.
Οι άρχοντες, οι προύχοντες και όλοι οι αγάδες
Και όπως ήταν φυσικό και οι μαχαραγιάδες.
Τα γκέμια του ελέφαντα τα κράταγαν οι δούλοι
Τον άρχοντα μαχαραγιά τον προσκυνούσαν ούλοι.
Εκτός απ΄το μαχαραγιά όλες τις άλλες ώρες
Συζύγους κουβαλούσανε, επίσης και τις κόρες
Και η Μελιώ εσκέφτηκε με μια κρυφή χαρά
"Ελέφαντας δεν θα βρεθεί και για μια...πεθερά??"
Τα όνειρα φουντώσανε, τις μπήκανε ιδέες
Ακόμα και οι μύγες τους της φάνηκαν ωραίες.
Σήκω να φύγουμε από δω....στην κόρη της φωνάζει
Τέρμα ο ΟΣΕ των Ινδιών....νέα ζωή χαράζει.
Τί έπαθες μανούλα μου γιατί τόση πρεμούρα ?
Εγώ είμαι η έγκυος, σένα σούρθανε ούρα ???
Προχώρα μην αντιμιλάς, πού να σου λέω τώρα
Νομίζω πως της τύχης μας η πιο καλή 'ναι ώρα !


ΝΕΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ


(H Elen σε ατελείωτο ρυθμό ! )
Τους δούλους διπλαρώσανε χωρίς καθόλου κόπο
Μελιώ και Ροδοστάλακτη τον βρήκανε τον τρόπο
Να πείσουνε τα δουλικά να πάνε στο παλάτι
Να πούνε στο μαχαραγιά τάχα πως θέλουν κάτι
Τις βάλαν στους ελέφαντες επάνω στις παράγκες
Αυτή εδώ η τύχη τους απείχε παρασάγγες
Βασίλισσες αισθάνθηκαν επάνω στο φορείο
Κάτι σαν τον καρνάβαλο που γίνεται στο...Ρίο
Με τα πολλά κουνήματα η Ρόδω εζαλίστηκε
Μα η Μελιώ στο θρόνο της και ούτε που κουνήθηκε
"Μάνα, αν δε γεννήσω εδώ πα....θα κάνω εμετό
Βρωμάει και του ελέφαντα τ'ατέλειωτο σκατό"
Υπομονή βρε κόρη μου και η τύχη μας θ' ανοίξει
Μ'αυτή σου την αγκαστριά, μας έχεις όλους πρήξει.
Τη ζούγκλα εδιαβήκανε που είχε ζώα άγρια
Πάνθηρες, τίγρεις, τζάγκουαρ, φίδια μα και λιοντάρια
Στο βάθος εξεπρόβαλε περίλαμπρο παλάτι
Θα είναι του Μαχαραγιά....κλείνει η Μελιώ το μάτι
Και πράγματι σαν φτάσανε τα μάτια τους τα τρίβανε
Τέτοιο παλάτι πλούσιο, ποτέ δεν ξαναείδανε.
Έπρεπε όμως να σκεφτούν πως είχαν κάποιο λόγο
να δούνε το Μαχαραγιά η μάνα με τη Ρόδω
Η κόρη εκιτρίνισε της τρέμανε τα ούλα
Ας είχανε τουλάχιστον στη μούρη μία βούλα
να τις περάσουν για Ινδές, κάνανε τόσους κόπους
Μη τις περάσουν οι Ινδοί τάχα για κατασκόπους
Η μάνα είχε σχέδιο τρελής επιτυχίας
Απ' την Ελλάδα ήτανε επιχειρηματίας
Και με την κόρη γύριζαν απ' το πρωϊ ως το βράδυ
Για να πλασάρουν στο ντουνιά το ελληνικό το λάδι.
Αμέσως ο Μαχαραγιάς, μόλις τις υποδέχτηκε
Γιάλισε το ματάκι του, μάνα και κόρη ορέχτηκε
Τους έκανε την πρόταση, εκτός από το λάδι
Μαζί του να περάσουνε οι τρεις τους ένα βράδι.
Ακόμα κι αν ζητούσανε, γυναίκες να τις πάρει
Καθόλου δεν θα στοίχιζε να κάνει αυτή τη χάρη
Μεσ'στο παλάτι έτρεφε τριακόσες παλλακίδες
Σιγά μη τον βαραίνανε και δύο Ελληνίδες
Μάνα και κόρη νόμισαν πως πιάσανε το ΛΟΤΤΟ
Για την Ελλάδα το 'καναν και τούτο ρε γαμώτο
Τη χώρα να βοηθήσουνε που 'χε μεγάλη κρίση (από τότε...)
Το λάδι να προωθήσουνε μ'αντάλλαγμα μαμήσι
Ομως στ'αυτιά τους έφτασε και μία λεπτομέρεια
Που κάποιος τους ψιθύρισε και ήταν πολύ καίρια
Και όταν ο Μαχαραγιάς κάποια στιγμή πεθαίνει
Τις άπειρες γυναίκες του όλες μαζί τις παίρνει
Ανάβουνε μία φωτιά, κι ενώ οι Ινδοί τον κλαίνε
Μπουρλότο στις γυναίκες του κι όλες μαζί τις καίνε
Τότε η Μελιώ φρικάρισε ..η τρίχα σηκωμένη
Μαζεύει τα σαλβάρια της, μαζί κι η γκαστρωμένη
και μαύρο δρόμο παίρνουνε φεύγουν απ' τας Ινδίας
Αυτές για γάμο ψάχνουνε και όχι για κηδείας.

(γεφυρούλα)
Στο δρόμο κει που ΄πήγαιναν κι οι δυο σε μαύρο χάλι 
μπροστά τους εβρεθήκανε Μαχαραγιάδες άλλοι.
Συμπούπουλοι πηγαίνανε σε μπαρ να το γλεντήσουν 
τα έτοιμα τα money τους στις τσούλες να σκορπίσουν. 
Τρέχα, μωρή, τί κάθεσαι ;;; σκούζει η Μελίτη αμέσως
Πήγαινε και κουνήσου τους και βγάλε κανά πέσος !
Η κόρη ταχέως έσπευσε τη μάνα να υπακούσει
παρόλο που σιχαίνονταν να πιάσει κι άλλο μούσι !

(Dorothy)

Πριν κάνει δύο βήματα η Ρόδω κοντοστέκεται
κάτι της μάνας θέλει να πει κι όλο το ξανασκέφτεται
"Μάνα, είναι σαν deja vu, τα ίδια και τα ίδια
και με τον άλλο Μαχαραγιά μπας κι είδαμε χαϊρια?
Κι αν απ'το γέρο πετρελαιά πήραμε δυο δεκάρες
θα γίνουνε είδη μπεμπέ, πάνες μα και σαλιάρες.
Μήπως να εγκαταλείψουμε τα πλούσια όνειρά μας
να βρούμε ένα καλό παιδί, πτυχιούχο, μα της σειράς μας?
Δεν λέω για αρχιτέκτονα, η οικοδομή έχει κάτσει
μήπως να πάρω λογιστή, τη δήλωση να σιάξει?
Τι λες για έναν ιατρό, ας πούμε καρδιολόγο
χειρούργο οφθαλμίατρο ή έναν παθολόγο,
που θα'ναι χρήσιμος πολύ όταν στραβογεράσεις
θα σου μετράει την πίεση, θα γράφει σου εξετάσεις!"

(Καινούρια εξίσου θριαμβευτική είσοδος από : Georgina Kassavetes) 
Χρήσιμος είναι ο γιατρός και με καλό ρεγάλο
μα δε φτουρά στα γούστα μου αφέντη να τον βάλω
Άσε που όλοι εδαμέ ψοφολογούν στην πείνα
και προσπαθούν με ζιν και ζεν να βγάλουνε το μήνα
Ούτε λεφτά τους μένουνε, να κάνουν λογαριά τους
κι οι λογιστάδες πλένουνε με στάχτη τα βρακιά τους.
Άμα θα πάρεις προφεσόρ θα 'χεις στην κεφαλή σου
έναν ζαβό να σου λαλεί, ποια είναι η προκοπή σου
Όχι κορούλα μου χρυσή, με λίγα εγώ δεν κάνω!
Μόνο για το Μαχαραγιά κουβέντα πάλι πιάνω!
  
Βρε μάνα ξέχασες και σύ, ο αφέντης σαν πεθάνει
δεν λένε τις γυναίκες του τις καίνε μάνι μάνι;;
Μάνα και κόρη τά πανε και τα ξεκαθαρίσαν..
ετούτη ναι την χώρα πιά για πάντα την αφήσαν
Πως πρέπει να την κανουμε απόφαση το πήρα
φευγουμε Ροδοσταλακτη κι όπου μας βγάλει η μοίρα.
Στο τρένο ανεβήκανε κι αρχισε να σφυρίζει
ώρα πολύ δεν πέρασε θωρούνε να χιονιζει..
άσπρο θωρούν τον κόσμο τους το μάτι αληθωρίζει
Που είμαστε μανούλα μου;δεν το κατέχω κόρη..
δεν ειναι θαλασσα εδώ κι ουτε αυτό βαπόρι.
Τωρα για νέο μου το λές; δεν βλέπεις τα βαγόνια;;
και το τοπίο γύρω μας ειναι γεματο χιόνια..!!!
άκου μανούλα μου μιλούν εδώ μια άλλη γλώσσα
δικιό χεις Ροδοστάλακτη θαρρώ πως ειν η ΜΌΣΧΑ!!!!


Her Majesty : Rena Christodoulou (Χορικόν)
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ ΠΗΛΑΛΟΥΝ
ΝΔΙΑ , ΜΟΣΧΑ , ΚΑΜΕΡΟΥΝ,
ΤΗ ΜΙΑ ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ ,
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΙΑ ΦΤΩΧΟ ΡΑΓΙΑ.
ΘΑ ΒΡΟΥΝ ΜΠΑΜΠΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΩΡΟ,
ΜΗ ΜΕΙΝΕΙ ΟΡΦΑΝΟ ΤΟ ΚΑΨΕΡΟ;
ΘΕΛΟΥΝ ΠΑΛΑΤΙΑ ΚΑΙ ΛΕΦΤΑ,
ΔΕΝ ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ!
ΦΙΛΙΑ, ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΡΟΥΛΙΩ, ΚΛΑΥΔΙΑ ΜΑ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΙΩ,
AFRA, GIORGINA ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ
ΕΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ
ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΝΑ ΕΥΡΗΤΕ!!!!

 (Elen)
Στη Μόσχα καταλήξανε οι άμοιρες αυτές
Μάνα και κόρη ήτανε, δεν ήταν αδελφές
Μάνα και Κόρη ήτανε, και μάλιστα Ελληνίδες
και όχι οι πασίγνωστες του Τσέχωφ ηρωίδες
Παγώσανε, ξυλιάσανε, είχαν και κάτι βάρη
Σε καφενέ χωθήκανε να βρούνε σαμοβάρι
Ηπιανε και τις βότκες τους, ζεστάθηκαν λιγάκι
Σιγά να μη τη βγάζανε μονάχα με τσαγάκι.

(γεφυρούλα)
Στη Μέλιω εκαλάρεσε που πάτησαν Ευρώπη
γιατί σ΄ αυτήν την ήπειρο υπήρχαν άλλοι τρόποι.
Οι σύζυγοι τις σύζυγες μαζί τους δεν τις καίγαν
και στους καβγάδες σπίτι τους πάντα αυτοί εφταίγαν !
Εδώ οι άνδρες, σκέφτηκε, πιο εύκολοι θε να ΄ναι
με νες και χαρτοφύλακες το χρόνο τους περνάνε.
Βαρέθηκε τους γύφτουλες άρχοντες της Ασίας
Εδώ η κόρη θα ΄μπαινε σε γκράντε ιστορίας !


(AFRA)
Αν θες Ροδούλα στη ζωή να γίνεις μια ..κιουρία
ν΄αφήσεις πίσω το μπαμπά στα οινομαγειρεία
κάνε το παν ,να βρης γαμπρό, εδώ από τη Τρόικα
σκέψου κολπάκια ζόρικα κι άσε τα καουμπόικα!
Αλλιώς ,μας βλέπω να γεννάς σε στέπες Σιβηρίας
δε θέλω τέτοια κόρη μου, να τύχεις εμπειρίας !
Να ξέρεις το θα πάω σκαστή, σε οίκο ευγηρίας !!!


(Κλαύδια)
Ξάφνου, η  Μελιώ εσκέφτηκε : οι Ρούσκοι έχουν λεφτά !
Μαφία με καλάζνικωφ και παίζουνε χοντρά !
Να ξεκινήσω άραγε τις μπίζνες με το λάδι
ή μήπως τις σταφίδες μας, ελιές και παξιμάδι;
Το έψαξε στα γρήγορα, σκέφτηκε το κρασί
βρήκε όμως συμφερότερη πρόταση για νησί...
αυτοί εδώ ξεπαγιάζουνε,τον ήλιο λαχταρούνε
ένα νησί ελληνικό να πάρουνε μπορούνε
θα μεσιτεύσουμε λοιπόν καμιά βραχονησίδα
κι αυτους θα τους βολέψουμε ομοίως και την πατρίδα!!!
Η Ρόδω αμέσως άνοιξε το χάρτη κι εμελέτα
με μαρκαδόρο κύκλωσε κάποια νησιά φιλέτα
το REALE ESTATE ας πιάσουμε ανέκραξε η μητέρα
μπορεί ο ματσό αγοραστής , να δεί τη θυγατέρα
πακέτο με την αγορά να τούρθει κι ο νταμπλάς
νησί να πάρει, σύζυγο, να γίνει και μπαμπάς !!! 

 (Elen)
Στη Μόσχα κουκουλώθηκαν με γούνες και μανσόν
Ούτε κατά διάνοιαν να βάλουνε καλσόν
Φορέσανε και γούνινα καπέλα στο κεφάλι
Δυο βότκες κοπανήσανε τις έπιασε μια ζάλη
Μα όλα αυτά χρειάζονταν το κρύο να μη νιώσουν
Από τον ψόφο τον πολύ πήγαν να το δαγκώσουν
Πηγαίνοντας στο ραντεβού που 'χαν με τους μαφιόζους
Τα άμοιρα χεράκια τους είχανε βγάλει ρόζους
Βαδίζανε χαζεύοντας με ανοιχτές ματάρες
Δίπλα τους τις προσπέρναγαν δίμετρες γκομενάρες
Ξανθιές και καταγάλανες κουνιόνταν όλο χάρη
Για να τις δεις στο πρόσωπο...κοίταζες στο πατάρι
Η κόρη θορυβήθηκε τη μάνα της σκουντάει
Που απ’ τη βότκα την πολλή όλο παραπατάει
«Χαϊρι εδώ δεν κάνουμε ούτε και προκοπή
Αυτές εδώ οι γκόμενες μας τρώνε στη στροφή»
Μη χολοσκάς κορίτσι μου, κι αυτές εδώ οι φράπες
Μπροστά σε μας τις δυο κοντές που είμαστε και τάπες
Τις δούλες θα μας κάνουνε σπίτια θα καθαρίζουν
Και όλους τους σκατόγερους θα τους σκατοσφουγγίζουν
Εχει ο καιρός γυρίσματα , για κοίτα και εμάς
Που είμαστε αρχόντισσες και τώρα....κατιμάς.
Η κόρη ανεθάρρησε και άρχισε τ’ αστεία
Σε λίγο καταφθάσανε στην Κόκκινη Πλατεία

Φιλία (χορικόν)
Και τότε αρχίσαν τα "κονέ" με πλούσιους νεοπλούτους
να τους πλασάρουνε νησιά, μαζί με τους βυθούς τους!
Αρχαία είχαν οι βυθοί, χαμένους θησαυρούς...
Αγγεία, αγάλματα, αμφορείς... όσα δε βάζει ο νους.
Λαχτάρισαν οι νεόπλουτοι, ωραία μπίζνα τούτη...
Θα τά'διναν σ' Αμερκανούς που έχουν τόσα πλούτη.
Για την Ελλάδα, ρε γαμώ, δε σκέφτηκαν αν πρέπει,
όπως συμβαίνει μια ζωή σαν πρόκειται για τσέπη.
Μα ο Ποσειδών ταράχτηκε, ρίχνει τις Νηρηίδες
τα κάνει όλα ρημαδιό... νησιά, βραχονησίδες...
Άχου ρε Δία, βασιλιά του Ολύμπου και του κόσμου
Πού είσαι τώρα; Κρύβεσαι; Τον κεραυνό σου δώσ' μου
Να πάω έξω απ' τη Βουλή, να τονε ρίξω απάνω
στις κεφαλές των προδοτών, κάρβουνα να τους κάνω.

(Κλαύδια)
Κατάπληκτες εμείνανε , κοιτάζαν θαμπωμένες
χρυσούς τρούλους στις εκκλησιές τις ομορφοκτισμένες
και σουβενίρ αγόρασαν Ματριόσκες δύο σετάκια
στο Μοσχα HOTEL συνάντησαν τα Μαφιοζορωσάκια.
Εκεί τις περιμένανε σε στρογγυλό τραπέζι
και δίπλα η μπαλαλάικα γλυκό σκοπό να παίζει...
Ο αρχιμαφιόζος ήτανε ίδιος δόκτωρ ΖΙΒΑΓΚΟ
στη Μελιώ χειροφίλημα και δίπλα της στον πάγκο
στα μάτια την εκοίταζε κι όλο χαμογελούσε
κι εκείνη αναρωτιότανε...όνειρο τώρα ζούσε;;;;
Αρχίσαν τα κεράσματα, αρχίσαν οι προπόσεις
DOM PERIGNON ανοίγανε, τα μάτια να γουρλώσεις..
Ρε μάνα εδώ τι γίνεται...η απορία της κόρης
για μπίζνες Μοσχοβίτικες ...είναι εδώ ο Μπόρις
τώρα το χάρτη δείξε τους νησί για να διαλέξουν
την ευκαιρία μη χάσουμε και άλλοι τους αρμέξουν !!!
Ο Μπόρις όμως κοίταζε μονάχα τη Μελιώ
Λιούμπα λούμπα της έλεγε...πόσο σε λαχταρώ..
τι coup de foudre ήταν αυτό για τα ώριμά της κάλλη
τα μάτια του απάνω της γι αυτην και καμιά άλλη
τις δίμετρες τις γκόμενες τις έχει πιά μπουχτίσει
μέσα στα στριπτιτζάδικα σ ανατολή και δύση
τις χόρτασε η κλίνη του μα και η αγκαλιά του
τώρα σ αυτήν λαχτάρισε να δώσει τα φιλιά του
έχουνε κάποια διαφορά....κοντά είκοσι χρόνια
ο έρως όμως δεν κοιτά...τυφλός είναι αιώνια !!!
Το ντήλ δεν επροχώραγε, ματιές όλο φωτιά
ακριβά πούρα και καπνοί, χαβιάρια και ποτά..
δώστου χειροφιλήματα και λιούμπα σε ποθώ...
δώστου ψιλοαγγίγματα και πάω να τρελλαθώ...
Σύνελθε πιά μωρή Μελιώ και μη μου ζαχαρώνεις
δεν είσαι χαζογκόμενα....τα 60 καβατζώνεις
εξ άλλου μην ξεχνιόμαστε είσαι και παντρεμένη
μείνε λοιπόν αξιοπρεπής, θα γίνεις ερωμένη;;;
Συνήλθε και το σκέφτηκε...ας πούμε για δουλειές
ας μείνουνε γι αργότερα τα φλερτ και οι ματιές
Μα αιφνίδια ανεστάλησαν τα ντηλ κι η προσφορά...
η Ρόδω έβγαλε φωνή....μου σπάσαν τα νεράααα!!!

ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΝΕΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ


 Τρέχει ο Ζιβάγκο για γιατρό, η Μέλιω από πίσω
«Τέτοιο τεκνό μου έλαχε, δε θα του τη χαρίσω.
Γιατί μπορεί ο Φαληρεύς να’ναι άντρας μου με βέρα
αλλά… πολύ το κέρατο μωρ’ αδερφέ μου. Αέραααααα!»
Κι’ ενώ η Ροδώ κοιλοπονεί, η Μέλιω η αεράτη
τον παίδαρο ονειρεύεται. Πώς να’ναι στο κρεβάτι;
Και όλο είν’ από κοντά, όλο και τον αγγίζει…
Τον έχει κάνει τούρμπο. Χα! Το ματς τώρα αρχίζει!!!!
«Μάναααα» φωνάζει το παιδί. «Βγαίνει, τι να το κάνω;»
«Γέννα το, ηχεστήκαμε! Εδώ παίζει άλλο πλάνο».
Ήρθα γιατροί, ήρθαν μαμές… στην “ambulance” την πάνε.
Πίσω η Μελιώ κι’ ο παιδαράς, σε “cabrio” ακολουθάνε.
«Που λες, Μπόρις αγόρι μου, που μαύρη να’ναι την ώρα,
στα δεκατρία παντρεύτηκα. Νωρίς επήρα φόρα
να δω του γάμου τα καλά. Κοίτα να δεις μια γκαντεμιά
στ’ άνθος της ηλικίας μου, με της «γιαγιάς» τη ρετσινιά!!!»
«Αυτό να μην το ξαναπείς, κουκλάρα , μόνο φίλα με!
Να σαραντίσει η κόρη σου και για Μπαχάμες φύγαμε.»

(Φιλία) Χορικόν
Θεούλη μου, όνειρο ζω, μη με ξυπν
άτε, αφήστε με
Δυο νύχτες φουλ στον έρωτα… ε, και μετά ξυπνήστε με.
Να’ρθω να στρώσω η καψερή, που είμαι ξερή σα γύψος
και του Φαλή το κέρατο ν’ αυξάνεται καθ’ ύψος!!!!


(AFRA)
Σε καθε πήδο ανέβαινε το κέρατο δυο πόντους
Μελιώ σταμάτα ,σ’ άκουσαν γειτόνοι απ τους βρόντους
που να ξηγάς στη Ρούλα μας ποιά είναι η κάθε στάση
σε βλέπω αύριο πουρνό μπρος στο εικονοστάσι!

Ωσότου η κόρη να μπορεί στα χέρια να ΄χει βρέφος
Η μάνα της φερότανε χωρίς καθόλου έθος !
Τη μαία όσο περίμενε να ΄βγει και να ΄χει νέα
Η Μέλιω εχαμουρεύοντο με ρώσικη παρέα.
Πάρε με, Μπόρις, πάρε με, στη μέση μη μ΄ αφήνεις
Χαρμάνι είμαι η άμοιρη, τα ουράνια μου δίνεις.
Μη βλέπεις που η μοίρα μου τσορόμπιλα μου φέρνει
Θωρώ πως τώρα η πλάστιγγα στο μέρος μου, ναι, γέρνει !
Τανιότανε η κόρη της, τον κόσμο τον χαλούσε
μπροστά όμως στον έρωτα η Μέλιω αδιαφορούσε.
Γκόμενο επιδέξιο έβαλε στη ζωή της
Και να που η Μέλιω έμαθε πού το σημείο G της !
Γιαγιά, κυρία, γίνατε, πολλά συγχαρητήρια !
Ηχέστηκα, καημένη μου, άντε και στα συχτήρια !
Μην, όμως, είμαι άκαρδη ; Μην τάχα και χυδαία ;
Η ώρα αυτή μου ΄λέγανε πως θα ΄τανε ωραία !
Τον Μπόρις τον εντράπηκε, «Για μένα τι θα λέει !»
Και γρήγορα το μάζεψε και άρχισε να κλαίει.
Τι να σε κάνω Ρόδω μου ; Παιδί μου έτυχε να ΄σαι !
Το εγγόνι μου θα ΄ρθω να δω, ήσυχη να κοιμάσαι !

Το boy αφήνει σύξυλο, να πάει για τη λεχώνα
Μόλις που ο ήλιος έσκαγε στο Ρώσικο χειμώνα.
«Βλέπεις θυσίες που κάνουνε, Ροδώ, οι καλές μανάδες;
Πάω να χάσω το τεκνό για δικές σου κουτουράδες!»
Πάει στο δωμάτιο να τη δει, η Ρόδω μουτρωμένη.
«Τι μούτρα είν’ αυτά καλέ, δεν είσαι ευτυχισμένη
που το «φορτίο» έφυγε και είσ’ απαλλαγμένη;»
«Καλά, τραγούδα εσύ. Για δες την κούνια τι έχει μέσα
που κάλιο είχα να πέθαινα. Α ρε τύχη μου μπαμπέσα…»
Σκύβει στο βρέφος για να δει παιδιάστικη φατσούλα…..
Ωρέ, βαστάτε Τούρκοι τ’ άρματα! ΠΙΝΕΖΑ ΚΙΝΕΖΟΥΛΑ!!!!
«Όχι ρε π@@@@@ μου, κι’ εδώ αυτές με κυνηγάνε;»
Πλαντάζει, σκούζει υστερικά, οι τρίχες της μαδάνε….
«Ποτέ δεν το περίμενα τέτοιο κακό να μ’ εύρει
να’χω Κινέζα εγγονή. Φάλοοοοοο για πες αλεύρι!»
Στην κόρη:
«Βούρλο, με «μπάμια» τόκανες; Α ρε φούρκα που σού’χω
Μ’ αρέσει που τους διάλεγες…. ήθελες προσοντούχο!!!
Με τι προσόντα σ’ έριξε, μωρή, το Κινεζάκι;
Ααααχ, δεν έμοιαξες σε μένανε πού’χω σ’ αυτά μεράκι!»


(Κλαυδία)
Το τυχερό του καθενός όμως το δίνει η μοίρα
και η Μελιώ απόφαση το πήρε η κακομοίρα
φώναξε, ξεμαλιάστηκε και πλάνταξε στο κλάμα
κατηγορούσε τη Ροδιώ και κλαίγανανε αντάμα,
μα τα κισμέτι δε βουλά, τ΄ασήμι δε σκουριαίνει
κι ότι ειν΄απ΄το Θεό γραφτό, οπίσω δε γιαγέρνει...
Ο Μπόρις βρέθηκε κι αυτός στο μάτι του κυκλώνα
λιούμπα της λέει της Μελιώς εγω βρίσκω βελόνα,
μέσα σε τόννους άχυρα...θα ψάξω τον κινέζο
θα στονε φέρω όρθιο ή τονε θέλεις τέζο;;
Που θα τον βρείς τον άχρηστο, αυτοί είναι μιλιούνια !
έχω τον τρόπο μου εγώ....δες το μωρό στην κούνια...
Οσο το κοίταζε η γιαγιά , το μέσα της σκιρτούσε
ήτανε σχιστομάτικο, μα το αίμα...της μιλούσε
ήτανε ανάγκη κόρη μου, ανάθεμα την ώρα.....
στην Κίνα να μου γκαστρωθείς, μα τι να λέμε τώρα..
Τη μέρα την επέρναγε παράδιπλα της κόρης
τα βράδια όμως λίγωνε στην αγκαλιά του Μπόρις,
ώσπου της ανακοίνωσε πως φεύγει για δουλειές
στην Κολομβία πρώτιστα Λονδίνο, Μπαγκλαντές ...
Αμάν !!! Τώρα τι γίνεται;;; στη Μόσχα θα ξεμείνω
με τη λεχώνα τη Ροδιώ και το μωρό...εκείνο;;;
Ω!!! Μπόρις μου δεν γίνεται να σ΄αποχωριστώ
για κάθε ώρα μας μαζί λέω κι ένα ευχαριστώ,
τώρα που ηκαλόμαθα η έρμη στα φιλιά σου,
πως θα βρεθώ ολομόναχη μακριά απ την αγκαλιά σου;;;
Αλλος νταλκάς προέκυψε, αν είναι δυνατόν !!!
βόγγηξε πλέον η Μελιώ κι έβγαλε ουρλιαχτόν !!!
Λιούμπα μου μη μου χολοσκάς και μη στενοχωριέσαι
δεν θα χαθούμε λιούμοα μου, εσύ δεν ξεπερνιέσαι
πάρε λεφτά να πορευτείς, της δίνει μια βαλίτσα
και στο Λονδίνο πήγαινε που έχω μια δουλίτσα...
σας έβγαλα εισιτήρια, πρόσεξε πρώτη θέση
κι εκεί θα ξανασμίξουμε , θα δείς πως θα σ΄αρέσει...


(Νέα θριαμβευτική είσοδος από : marilise)
Φόρτωσε η Μέλιω την Ροδιά μαζί με το Βουδάκι
βαλίτσα και γουναρικά ,και φεύγει τάχει τάχει
Δίσταζε τώρα , φτάνοντας στη γηραιά Αλβιώνα
σχέδιο εσκάρωνε τρανό, να σώσει την εικόνα .
Το βρέφος, γόνο βασιλικό, θα ‘λεγε πως έσωσαν
από τον αφανισμό σε κάποιον κινέζικο αλληλοσπαραγμό ,
 φιλόστοργη και εύσπλαχνη εκείνη και η κόρη εθυσιάστηκαν ανιδιοτελώς.

Κανει το πικρό γλυκό και την Ροδιώ φωναζει
και το μωρό που έκανε, λοξά λοξά κοιταζει...
Παντέρμο εισαι όμορφο...εισαι και κιτρινάκι
μα τι να κανω η καψερή, πού χω και γώ μεράκι
Για τον Μπορίς που μ΄εκανε να αιστανθώ ωραία
και να φορέσω κέρατο, στον δόλιο Φαληρέα....
Αυτά σκεφτόταν η Μελιώ…μες το αεροπλανο
μακαρι να γινότανε και να άλλαζαν το πλάνο..
Και στα μισά του ταξιδιού..εκεί χωρίς αιτία
ξάφνου ακουνε μια φωνή!!!! αεροπειρατία!!!!!
Να μην μιλήσει εδώ κανείς και λέξη να μην βγάλει
δεν πάμε στο Λονδίνο πιά αλλά σε χώρα άλλη...

(Κλαυδία)
 Στροφή κάνει στους ουρανούς,στα σύννεφα απο πάνω
κι άλλη πορεία , αντίθετη , παίρνει τ΄αεροπλάνο
μάνα και κόρη άφωνες στις θέσεις καρφωμένες,
κοιτάζονται μ΄ απόγνωση.....κεραυνοβολημένες...
Στα μαγαζιά σχεδίαζαν τι ψώνια έχουν να κάνουν
βόλτες στ΄αξιοθέατα, στα πέριξ να εκδράμουν,
λεφτά είχανε μπόλικα, ΕΥΡΩ, Δολλάρια, Λίρες,
είχανε φράγκα με ουρά, δεν ήταν κακομοίρες...
Καημό το είχε η Μελιώ, στο Μπακινχαμ να πάει
στην OXFORD street να τριγυρνά, ψώνια να κουβαλάει
κι η Ρόδω εμελέταγε να πάνε στα Μουσεία
γιατί δεν πρόλαβε να δεί ούτε ένα στη Ρωσία !!!
Οι τρομοκράτες απειλούν μ όπλα, χειροβομβίδες,
τσετσένοι είναι αυτονομιστές κι έχουνε γίνει βίδες
με τους γειτόνους τάχουνε, ζητούν την εξουσία
κι είναι σληροί κι αδίστακτοι χωρίς υποκρισία !!!
Ο κυβερνήτης δήλωσε : Τα καύσιμα δε φτάνουν...
θα πέσουν και θ΄αφανιστούν πρέπει στάση να κάνουν !!!
Με άγχος συσκευτήκανε , δεν είχανε προβλέψει
κι αυτό το θέμα σοβαρά, τους είχε τώρα μπλέξει..
Επείγουσα τώρα έκκληση κάνει ο Κυβερνήτης,
διαλέξτε αεροδρόμιο ...Αιγύπτου ή της Κρήτης;;;

 Κάγκελα οι επιβαίνοντες νέοι, παιδιά και γέροι.
Θα ζήσουν; Θα πεθάνουνε; Κανείς τους δεν το ξέρει.
Μαυριδερός ο αρχηγός, καλάζνικοφ κρατούσε
ντυμένος σαν τον Αραφάτ και τσίχλα εμασούσε!
Μα, κάτι μάτια, μάτια μου, που σπίθες επετούσαν
βαθιά, υγρά, λιγωτικά, λάγνα, που σε μεθούσαν!
Αυτή τη λεπτομέρεια την «έπιασε» η Μελιώ
που είχε πάρει φόρα πια, χωρίς σταματημό!
«Βρε, λες να τόχει η μοίρα μου να «ρίξω» βεδουίνο;
Πολύ μ’ αρέσει το παιδί. Το παίρνω η τ’ αφήνω;»
Γίνεται πάλη μέσα της, νικάει η γυναίκα.
Του ρίχνει χαμηλές ματιές, ζητάει τουαλέτα.
Της κάνει νόημα «ΟΚ» και γίνεται «κατάσταση»
απ’ την κορφή ως τα δάχτυλα νιώθει αυτός μια «ανάταση»!
Ληστής! Μ’ αν ήταν για γυνή, δε συζητούσε καν.
Έπεφτε αμέσως στο «κοκό»…. κάτι σαν το Στρός Κάαν.
Γυρίζει, λέει στο κοκπίτ «Προσγείωσ’ το όπου βγαίνει.
Έχω να κάνω κάτι τις.» Και τουαλέτα μπαίνει………
Κοίτα να δεις που η Μελιώ, χωρίς καμιά προσπάθεια,
Θα σώσει κόσμο και ντουνιά μ’ αυτή της την εμπάθεια!!!!

Γεματι νάζι η Μελιώ. τον αποσυντονίζει
μεσα στα μάτια τον κοιτά..και τον εμαγνητίζει
το πονυρό της το μυαλό σκέφτεται μάνι μάνι
ποιό είναι το συνφέρον τους και τι μπορεί να κάνει
Στην Κρήτη να κατέβουνε θα ειναι εκεί η Ρούλα
θα τις βοηθήσει σίγουρα μα ειναι κι μικρούλα
πως θα τους εξηγήσουμε στους Κρητικούς το χρώμα
δεν τα σηκώνουνε αυτά ..ειναι νωρίς ακόμα...
σίγουρα δεν θα βρεί γαμπρό..για την Ροδώ στην Κρήτη
γι αυτό ας παν στην Αιγυπτο..να βρούν καινούργιο σπίτι...


(AFRA) Χορικόν
Και τίθεταιτο καίριο και επίμαχη ερώτημα στη Μελιώ :
Μετά από τόσας αλλαγάς ,τόσας ανατροπάς
εν δίλημμα προέκυψε : ποιός ειν ο πιο G-ητάς
ο μάφιαρώσσος το τεκνό ή ο λαγνοματάς?
Πρέπει Μελιώ μου να σκεφτείς για ποιόν καρδιοκτυπάς!
Μεθαύριο, θα ερίζουνε για σένα, μια πλανεύτρα,
μια βάβω, μια τρελή ξανθιά, μια παξιμαδοκλεφτρα!


 Για την Ροδώ ψαχνω γαμπρό..μα κοιτα εδώ μια τύχη..
πως πεφτουνε οταν κουνώ το πιο μικρό μου νύχι,
τεκνά, μαφιόζοι,πειρατές, κι ολοι οι Μαχαραγιάδες
Μελιώ μου τόση πέραση για πες μου που ξανάδες...
τι φταίω εγώ που μόλις δώ άντρα να έχει μπράτσα
ας ήτανε και η κόρη μου ωσαν κι εμέ καπάτσα

(Κλαυδία)
 Η Ρόδω ήτανε έξαλλη, τα νεύρα της τσατάλια,
το πινεζάκι έσκουζε κι αυτή ένοιωθε χάλια
καμιά δεν είχε διάθεση να δεί τις πυραμίδες
κι απο την άλλη η Μελλιώ νέες άνοιξε παρτίδες,
ρέ μάνα για κάτσε καλά...έχεις πιά ξεσαλώσει
πιές ένα ουίσκυ, ένα κονιάκ για να σε χαλαρώσει
Και τι σε μέλει εσένανε της απαντά η Μελιώ
ο Φάλος με κεράτωσε, τον κερατώνω εγώ
και αν μέχρι τώρα ήμουνα τίμια και λογική
είδες χαίρι να έβλεπα η καμιά προκοπή ;;;
Σκάσε λοιπόν και άσε με να το ζήσω κι αυτό
βλέπεις πως έχω πέραση... ας το ευχαριστηθώ !!!
Στην τουαλέττα έκανε άλλες δυό επισκέψεις
μετά...αυτό που έκανε ούτε θα το πιστέψεις
σέρβιρε η ίδια στα "παιδιά" απο ένα ουισκάκι
φρόντισε κι έριξε εντός, το γνωστό βοτανάκι
συνέχισε αμέριμνη με γέλια και με γλύκες,
ώσπου εζαλιστήκανε και πέσανε σα σκνίπες...
Απ το παράθυρο η Ροδιώ βλέπει τις φοινικιές
τις πυραμίδες θεόρατες, στην έρημο αυλακιές,
μόλις προσγειωθήκανε, ορμήσανε στρατιώτες
και τους τσετσένους πιάσανε σαν ζαλισμένες κότες
ο Κυβερνήτης έσπευσε και είπε στη Μελιώ
Μy lady υποκλίνομαι, μ΄όλο το σεβασμό ,
είσαστε μιά ηρωική και θαραλλέα κυρία
η πράξη σας θα εκτιμηθεί απο την Εταιρεία
θα τιμηθείτε βέβαια σε ανώτερο βαθμό
μόλις Λονδίνο φθάσουμε, θα το φροντίσω εγώ..
Τα σέβη μου κυρία μου και χίλια ευχαριστώ
τόσους ανθρώπους σώσατε, αυτό σας το χρωστώ..
όλοι χειροκροτούσανε, της σφίγγανε τα χέρια
κι εκείνη απολάμβανε τη χαρά τούτη, πλέρια !!!
Ο Κυβερνήτης υψηλός, ξανθός, γαλανομάτης,
ούτε στιγμή δεν έφυγε λοιπόν απο κοντά της,
GORDON NEWMAN τον λέγανε και ήτανε πενηντάρης
ανύπαντρος, χωρίς παιδιά, αθλητικός, κιμπάρης.. 


 Κι’ ύστερα «Φταίει ο φονιάς»!!! Αν είναι δυνατόν,
να της την πέφτουν μονομιάς μανούλια εκατόν!
«Καλέ Gordon, μήπως μπορώ να πιω ένα ουισκάκι;
Άντε και αν σου βρίσκεται, βάλε κάνα παγάκι.»
Πρώτη φορά αισθάνθηκε νάναι εξουθενωμένη
Εμ… τουαλέτα τρεις φορές απανωτές καϋμένη,
τι περιμένεις; Είσαι και μιας κάποιας ηλικίας.
«ΑΑΑΑΑ! Δε θέλω ηττοπάθειες, είμ’ Αλφα κατηγορίας!
Άκου ψυχή μου, Gordon μου, στο λέω νέτα σκέτα…
Εγώ, για σήμερα καπούτ! Τέρμα η τουαλέτα!`
Αύριο τα λέμε πάλι… και σιγά, καλέ, να μη χαθούμε
Θα με «τιμήσεις» μη μου σκας, σίγουρα θα βρεθούμε!

Αφού ξεμπλέξαν το λοιπόν, από τους πειρατές
Ξανα απογειώθηκαν για βόρειες ακτές
Και γύρισαν ξανά μανά στο βροχερό Λονδίνο
Καλύτερα δεν έπινα ένα κουτί κινίνο
Σκέφτηκε η Μελίτη μας απογοητευμένη
Που στα ζεστά τα κλίματα ήτανε μαθημένη
Με άντρακλες θερμόαιμους να κάνει «καταστάσεις»
Κι όχι με «πισωγλέντηδες» που παίρναν άλλες «στάσεις»
Ο GORDON μας ας όψεται σκέφτηκε η καημένη
Στην εταιρεία του δουλειά της είχε πια ταμένη
Ν’αρχίσει να εργάζεται δεν θα ‘τανε και άσχημα
Τί να τα κάνει άλλωστε μονάχα τα παράσημα
Θα είχε πλέον χρήματα και με την άνεσή της
Θα ζούσε και την κόρη της μα και την εγγονή της
Θα ‘ταν υπολογίσιμη θα διάλεγε τους άντρες
Θα ήταν στα χεράκια της κομπολογιού σαν χάντρες
Και όταν εξασφάλιζε το πιο καλό κορόϊδο
Θα πάσαρε την κόρη της σε κάνα gay λόρδο
Κι εκεί που ήταν άτυχες, χωρίς καθόλου άστρο
Θα βρίσκονταν και με γαμπρούς και με δικό τους κάστρο
Να έχουν μπάτλερ κι οδηγούς μα και υπηρεσίες
Κι εκεί που ήταν τσόκαρα θα πόζαραν κυρίες.
Κάποτε μεσ’στο πιάτο τους δεν είχε ούτε....άλας
Τώρα θα τις καλούσανε στου Μπάκιγχαμ το palace
Και στο κυνήγι θα ‘παιρναν μέρος της...αλεπούς
Κι ο Φάλος σαν τα μάθαινε θα έβγαζε αφρούς.
  
(Κλαυδία)
 Χρυσά όνειρα κι ανάλαφρα τώρα η Μελιώ μας κάνει
που απο τη δράση την πολλή, έχει πιά αποκάμει...
τα μάτια κλείνει κι ήρεμη τη δόξα απολαμβάνει
το πινεζάκι όμως ξυπνά, κι άντε το κλάμα πιάνει
το αίμα της ανέβηκε.... αμέσως στο κεφάλι
λίγη ησυχία χρειάζεται, την έχει πιάσει ζάλη
ζητάει ΝΤΕΠΟΝ , ζητάει νερό, ζητάει ωτασπίδες,
τρέχουνε να της φέρουνε τα πάντα... σαν βολίδες
κι ο κάπταιν σαν το έμαθε, ήρθε να της προτείνει
στο πιλοτήριο άμεσα μπορεί να παραμείνει.....
Πολλά πολλά δεν ήθελε η Μελιώ μας παρακάλια
την πρώτη θέση άφησε....της τρέξανε τα σάλια,
ο GORDON της καλάρεσε, θάχανε ευκαιρία;;;
Πρώτος λαχνός της έλαχε σ΄αυτή τη λοτταρία !!!

Κι ευθύς στο πιλοτήριο χώνεται σαν την γάτα,
καλέ μου GORTON σού φερα πολύ καλά μαντάτα
Θα κάτσω έδώ δίπλα σου και όχι να βολτάρω
και να με μάθεις πως μπορώ και γώ να πιλοτάρω.
Που να το φανταζότανε η ζωή ειναι μυστήριο...
πως έρωτα θα έκανε μέσα στο πιλοτήριο
Στα γόνατά του την βαστά και την χαιδολογάει
μα ένα απο τα όργανα απ το ταμπλό χαλάει...
Και πάνω πού χαν μια χαρά, βλάβη στ αεροπλάνο
λέει ο πιλότος και μπορεί να αλάξουμε το πλάνο.
Αντί Λονδίνο βρε Μελιώ,, θα κατεβούμε Κρήτη
να το επισκευάσουμε..και φεύγουμε την Τρίτη..



(συνεχίζεται ...)
  

Για νέους στίχους - χωρίς μοντάζ - θα κοιτάξετε στα σχόλια !!!


Ο τίτλος "Κωμειδύλλιον" είναι μια ευγενική χορηγία της Χαρουλίτας.
Κορίτσια, είστε ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ !!!

Όποιο άλλο κορίτσι θέλει ν΄ανέβει στο πάλκο είναι ευπρόσδεκτο !!!

Σημειωτέον ότι όταν ολοκληρωθεί το έπος, θα λάβει και ενδελεχέστερη φροντίδα, για να χωριστούν σωστά τα Κεφάλαια, να υπάρχει ομοιομορφία στην εμφάνιση των στροφών μεταξύ τους, να μπουν ενδεχομένως κάποια σημεία στίξης κτλ.